- μειλιχόδωρος
- μειλιχόδωρος, -ον (Α)αυτός που προσφέρει ευχάριστα, ευπρόσδεκτα δώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + -δωρος (< δῶρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειλιχόδωρος — giving pleasing gifts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχόδωρον — μειλιχόδωρος giving pleasing gifts masc/fem acc sg μειλιχόδωρος giving pleasing gifts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχοδώρου — μειλιχόδωρος giving pleasing gifts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek